- ουλοκομης
- οὐλοκόμης-ου adj. m Plut. = οὐλόκομος См. ουλοκομος
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ουλοκόμης — οὐλοκόμης, ὁ (Α) ουλόκομος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < οὖλος (ΙΙ) «σγουρός» + κόμης (< κόμη)] … Dictionary of Greek
οὐλοκόμαις — οὐλοκόμης masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐλοκόμην — οὐλοκόμης masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐλοκόμου — οὐλόκομος masc/fem/neut gen sg οὐλοκόμης masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)